- προπωλώ
- προπωλώ, προπώλησα βλ. πίν. 73
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
προπωλώ — προπωλῶ, έω, ΝΑ, προπουλώ Ν νεοελλ. πωλώ κάτι από πριν, δηλ. προτού κατασκευαστεί ή πριν ακόμη να είναι έτοιμο για παράδοση, πωλώ προκαταβολικά αρχ. πωλώ κάτι προηγουμένως ως αντιπρόσωπος, ως μεσίτης κάποιου, μεσιτεύω σε μια πώληση … Dictionary of Greek
προπώληση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προπωλώ, η από πριν πώληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προπωλώ. Η λ., στον λόγιο τ. προπώλησις, μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αἰών] … Dictionary of Greek
προεμπολεύω — Α [προεμπολεύς] προπωλώ κάτι … Dictionary of Greek
προπιπράσκω — Α πουλώ προηγουμένως, προπωλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πιπράσκω «πουλώ»] … Dictionary of Greek